- φιλλιψίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου, τού καλίου και τού αργιλίου, που ανήκει στην ομάδα τών ζεολίθων, αλλ. χριστιανίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. phillipsite από το όν. (William) Phillips, Άγγλου γεωλόγου και ορυκτολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.